- χόνδρον
- τὸ, ΜΑμσν.ανθεκτικός, ελαστικός ζωικός ιστός, χόνδροςαρχ.χοντροαλεσμένο σιτάρι, μπληγούρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χόνδρος, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χονδρόν — χονδρός granular masc acc sg χονδρός granular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόνδρον — χόνδρος granule masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλενίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη, ωλένιος («τὸν ὠλενίτην χόνδρον», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη + επίθημα ίτης (πρβλ. σελιν ίτης)] … Dictionary of Greek
ՆԵԱՐԴ — (նեարդի կամ ներդի, ից.) NBH 2 0410 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ՆԵԱՐԴ. ἵς, ἵνες fibra, rae νεῦρον nervus τένων tendo ἁρτηρία arteria χόνδρον cartilago. Գրի եւ ՆԻԱՐԴ, ՆԷԱՐԴ, ՆԱՐԴ. Ջղային թելք եւ մազմզուկք ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)